Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

Λογοτεχνια και κινηματογράφος

Όλο αυτό τον καιρό που δεν ανέβαζα αναρτήσεις, δεν σημαίνει ότι δεν διάβαζα. Απλά υπάρχουν περίοδοι που είμαι τόσο κλεισμένη στον εαυτό μου που δεν θέλω να ασχολούμαι με τις σκέψεις μου. Απλά διαβάζω και ξεχνιέμαι.

Τον προηγούμενο μήνα διάβασα δυο βιβλία που έχουν μεταφερθεί με επιτυχία στον κινηματογράφο. Το ένα είναι η «Λολίτα» του Ναμπόκοφ και το άλλο η «Ονειρεμένη Ιστορία» του Άρθουρ Σνίτσλερ». Μέχρι τώρα μου είχε τύχει μόνο το αντίθετο, δηλαδή να δω σε ταινία κάποιο βιβλίο που να έχω διαβάσει. Απογοητεύτηκα και έκτοτε το αποφεύγω.

Ομολογώ πάντως ότι η ονειρεμένη ιστορία δεν κατάφερε να μου προκαλέσει το ενδιαφέρον. Όσο το διάβαζα, απλά έρχονταν οι εικόνες της ταινίας στο μυαλό μου. Δεν είχα όμως την ίδια διάθεση διαβάζοντας τη Λολίτα. Η περιπέτεια ενός παιδιού χωρίς κανένα στον κόσμο, παρά μόνο τον παιδεραστή, η αφέλεια και η ελαφρότητα που αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με συγκλόνισαν. Με το βιβλίο μπόρεσα να καταλάβω και την ψυχολογία του παιδεραστή και ακόμη συχνότατα σκέφτομαι τον Χάμπερτ το Χαμερπή όπως ο ήρωας αυτοχαρακτηρίζεται.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

Απληστία

Εκπληκτικό το μυθιστόρημα της Γέλινεκ που πρόσφατα κυκλοφόρησε. Δεν το διάβασα μονομιάς αλλά όχι γιατί με κούρασε. Το αντίθετο μάλιστα, σε ορισμένα σημεία ήμουν τόσο ενθουσιασμένη με τις περιγραφές πότε αλληγορικές πότε ρεαλιστικές πάντα όμως ζωντανές, που σταματούσα το διάβασμα για να τις “παγιδεύσω” στο μυαλό μου. Την συγγραφέα την απασχολούν οι σχέσεις των ανθρώπων: η μοναξιά, ιδίως των ώριμων γυναικών που πολλές φορές τις κάνει θύματα σε μια σχέση στην οποία ο “ισχυρός”, συνήθως άντρας ζητάει πολλά, παίρνει, και ζητάει ακόμα περισσότερα (γι’ αυτό και ο τίτλος “Απληστία”). «Επειδή ποτέ δεν έρχεται, πάντα φαντάζεσαι πως είναι κάπου αλλού, ο έρωτας, τον κυνηγάς και σύντομα γίνεσαι η ίδια από κυνηγός κυνηγημένη»

Συγκεκριμένα, ο ήρωας Κούρτ Γιάνις θέλει την ακίνητη περιουσία της εκάστοτε συντρόφου του, αδιαφορώντας πλήρως για τα δικά της συναισθήματα. Την πληγώνει, της φέρεται απότομα μέχρι να πετύχει το σκοπό του. Το όλο μυθιστόρημα μοιάζει να εκτυλίσσεται στο ημίφως, ούτως ή άλλως είναι σκοτεινά τα κίνητρα του ήρωα, αλλά έχει την αίσθηση του θρίλερ. Παράλληλα με πρωτότυπο τρόπο αναδεικνύει το οικολογικό πρόβλημα καθώς και τα προβλήματα τον μεταναστών.

Η πρώτη «στάση» στο βιβλίο ήταν στην ένατη μόλις σελίδα.

«Το μίσος δίνει σε κάποιους την ενέργεια που χρειάζονται, όπως μια πλάκα σοκολάτα Μαρς, που έρχεται ουρανοκατέβατη απ’ τον θεό του πολέμου, πέφτει πάνω στον άνθρωπο και τον διαλύει. Τον πιλότο δεν τον σώζει πια ούτε το κάθισμα που εκτινάζεται. Με το μίσος όμως μπορείς να ζήσεις ως τα βαθιά γεράματα. Κάνει την ώρα μας να περνάει πιο γρήγορα, που έτσι κι αλλιώς το βάζει στα πόδια μόλις μας βλέπει.»

Και άλλα αποσπάσματα που μου έκαναν εντύπωση:

«Αυτός ο άντρας είναι αυτό που είναι, όχι, του λείπει κάτι. Του λείπει εντελώς μια ολόκληρη διάσταση, συγκεκριμένα η διάσταση του ότι, εκτός από αυτόν, υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι. Είναι περίπου σαν να ξέρετε τι ώρα είναι, αλλά δεν ξέρετε το έτος, τον μήνα, την ημέρα: μονάδες που, αν και ξένες, κρατούν στα χέρια τους, παρά τη θέλησή μας, τις προθεσμίες της ζωής μας. Είναι ανώτερες μονάδες, που μπορείς κάπως να τις νοστιμέψεις με τα μπαχαρικά της ζωής, αλλά εκείνη την πικρή γεύση τους δεν μπορείς να τη διώξεις εντελώς»

«Αλλά αυτός θέλει οπωσδήποτε ακόμα ένα σπίτι και ακόμα άλλο ένα, γιατί όμως; Δεν μπορεί να τα κατοικήσει όλα συγχρόνως, αυτό το αποδημητικό πουλί. Δεν μπορεί να σκίζει το σελοφάν ξένων γυναικών, πριν ακόμα προλάβει καλά καλά να τις κοιτάξει, να σκορπίζει το περιεχόμενο της συσκευασίας, και όλη αυτή η δουλειά μόνο και μόνο για να εγκατασταθεί ο ίδιος μέσα στη συσκευασία , που είναι ακόμη γεμάτη από τα ψίχουλα μιας ξένης ζωής.»

«Γι’ αυτό άλλωστε πήραμε το χαλί τόσο φτηνά, εξαιτίας της τρύπας. Εμείς, αντίθετα, με την αίσθηση της ακεραιότητάς μας, δεν χρειάζεται να πάμε τόσο μακριά για να βρούμε τα δικά μας όρια. Είναι απαίσια, γι’ αυτό φρουρούνται, ευτυχώς, από ενόπλους. [...] Ειδικά για το σκοπό αυτό έχουν εφευρεθεί κάμερες ευαίσθητες στη θερμότητα, για να ελέγχουν τα σύνορα. Ανθρώπους που αναζητούν προστασία τους αναγνωρίζεις στον ανιχνευτή ακόμα κι αν πέσουν στο έδαφος. Πάνω σ’αυτά τα ανθρώπινα χαλιά, αυτά τουλάχιστον δεν έχουν τρύπες από καψίματα, γιατί στην περίπτωση αυτή έχουμε κάψει ολόκληρο το χαλί, δοκιμάζουμε τα καλοπιάσματά μας, που τα χρειαζόμαστε για εκείνους τους άλλους ξένους, που τους χαϊδεύουμε, για να τους ρουφήξουμε μετά το αίμα. Οι υπόλοιποι τρώνε από μας μια γερή σφαλιάρα και ύστερα τους τρώνε τα καλά μας τα ποτάμια, για να μην έχουμε περίσσεια δουλειά με δαύτους. Λοιπόν, πάνω σε χαλιά από ανθρώπινο κρέας δεν μας ξεγλιστράει πια κανείς, οι άνθρωποι συλλαμβάνονται όπως τα νερά μας, συγκεντρώνονται και ρίχνονται σε καγκελόφραχτα δοχεία απορριμμάτων. Κι αν τότε φρενιάσουν, βάζουμε από πάνω ένα καπάκι.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

Οι λέξεις

Πρόκειται για την αυτοβιογραφία ενός πολύ μεγάλου συγγραφέα. Είχα διαβάσει το βιβλίο αυτό του Ζαν Πωλ Σαρτρ μέρες πριν αλλά δεν έπαιρνα απόφαση να γράψω για αυτό γιατί δεν έβρισκα τα λόγια να το περιγράψω. Έτσι, θα αφήσω τα αποσπάσματα να μιλήσουν από μόνα τους.

Στο πρώτο μέρος περιγράφει τα παιδικά του χρόνια, τα πρώτα του αναγνώσματα και η πολύ στενή σχέση του με τα βιβλία.

«Τα βιβλία μου ήταν τα πουλιά και οι φωλιές μου, τα κατοικίδια ζώα μου, ο στάβλος και η εξοχή μου, η βιβλιοθήκη ήταν το σύμπαν παγιδευμένο σε έναν καθρέφτη. Είχε τον ατέλειωτο πλούτο, την ποικιλία, το απρόβλεπτο.»

«Για να ξαναβρώ τη χαρά επανέκαμπτα στον συμβολικό μου έκτο όροφο, ανάσαινα και πάλι τον ασφυκτικό αέρα των Γραμμάτων, το Σύμπαν απλωνόταν στα πόδια μου και κάθε πράγμα ικέτευε ταπεινά ένα όνομα. Δίνοντας το όνομα ήταν σαν να το δημιουργούσα και ταυτόχρονα να το αποκτούσα. Δίχως αυτή την κεφαλαιώδη ψευδαίσθηση, δεν θα είχα γράψει ποτέ.»

Οι σχέσεις του με τα άλλα μέλη της οικογένειάς του:

«Ο Κάρλ Σβάιτσερ μου βρήκε πιο αξιοπρεπείς καθηγητές. Τόσο αξιοπρεπείς που τους ξέχασα όλους. Μέχρι τα δέκα μου, ήμουν μόνος ανάμεσα σε έναν γέροντα και δυο γυναίκες.»

«είχα μάθει να βλέπω των εαυτό μου με τα μάτια τους, ήμουν παιδί, αυτό το τέρας που κατασκευάζουν οι μεταμέλειές τους»

«Ένας πατέρας θα με είχε παραφουσκώσει με ανυποχώρητες εμμονές` διαπλάθοντας τις αρχές μου από τις διαθέσεις του, τη γνώση μου από την άγνοιά του, την περηφάνια μου από τις μνησικακίες του, το νόμο μου από τις μανίες του, θα είχε ενδημήσει εντός μου` αυτός ο αξιοσέβαστος ενοικιαστής θα με είχε κάνει να σέβομαι τον ίδιο μου τον εαυτό.»

Στο δεύτερο μέρος αναφέρεται στις συγγραφικές του προσπάθειες.

«Σηκωνόμουν, περιφερόμουν στο διαμέρισμα με διάθεση εμπρηστή` ποτέ δεν έβαλα φωτιά: υπάκουος λόγω συνθηκών, διάθεσης, συνήθειας, αργότερα έγινα ρέμπελος επειδή είχα οδηγήσει την υποταγή στα άκρα.»

«Οι ικανοί στην απόδοση δεν υπάρχουν. Και αυτό οφείλεται στη φύση του Λόγου: μιλάμε στη γλώσσα μας αλλά γράφουμε σε ξένη γλώσσα»

«Δραπέτευα από την κωμωδία: δεν εργαζόμουν ακόμη, όμως δεν έπαιζα πια, ο ψεύτης έβρισκε την αλήθεια του στην επεξεργασία των ψεμάτων του. Γεννήθηκα από το γράψιμο: πριν από το γράψιμο υπήρχε μόνο ένα παιχνίδι κατόπτρων` ήδη από το πρώτο μου μυθιστόρημα ήξερα ότι ένα παιδί είχε εισχωρήσει στο παλάτι των κατόπτρων.»

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Σελέστεια

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της Πατρίτσιας Κολαϊτη με τον τίτλο «Σελέστεια» (Νεφέλη 2007). Είναι μια πολύ καλή προσπάθεια από μια γυναίκα μόλις 31 ετών. Αυτό που κυρίως φαίνεται να την απασχολεί είναι η μοναξιά. Στο ποίημά της “ένα πουλί χτύπησε τα φτερά του τρομαγμένο” αισθάνεται κανείς την απογοήτευση και την πίκρα από την απουσία ενός αγαπημένου προσώπου. Η μοναξιά, για την ακρίβεια ερημιά παρομοιάζεται με την ακρογιαλιά από την οποία έφυγαν τα πουλιά, με το σπίτι που σιγά-σιγά το τρώει το κύμα, ενώ σε άλλο ποίημα με «το κοριτσάκι που δεν έχει ποδαράκι/ και κρατάει το μπαστουνάκι του». Η τελευταία φράση είναι εμπνευσμένη από ένα τετράχρονο κορίτσι που υπό ψυχιατρική παρακολούθηση ύστερα από τη δολοφονία των γονιών του του ζητήθηκε να φτιάξει μια ζωγραφιά με τον εαυτό του και εκείνο έφτιαξε «ένα κοριτσάκι που δεν έχει ποδαράκι και κρατάει το μπαστουνάκι του».

Στη “Νηνεμία Απριλίου” η τελευταία στροφή σχεδόν περιέγραφε την περασμένη μου Άνοιξη:

“Καμιά φορά

τέτοια διλήμματα

τρυπώνουν μέσα σου πριν γεννηθείς

κι ύστερα έρχονται με ορμή και σε σαρώνουν”

Η Ψιλικατζού

Η πρώτη μου γνωριμία με το βιβλίο ήταν μέσω της τηλεόρασης. Κάνοντας ζάπινγκ πιάνω ΕΤ3 όπου παρακολουθώ μια νέα κοπέλα με ζωντάνια και κέφι να περιγράφει τη ζωή της και το βιβλίο της, ενώ ο παρουσιαστής διάβασε και δυο αποσπάσματα που του άρεσαν. Μου άρεσαν κι εμένα. Η αδερφή μου δε, ενθουσιάστηκε. Επειδή δεν της συμβαίνει συχνά αυτό της το πήρα δώρο μια κατά τα άλλα συνηθισμένη μέρα. Δεν ήταν μόνο τα αποσπάσματα εκείνα καταπληκτικά, όλο το βιβλίο ήταν υπέροχο, ακόμα και το εξώφυλλο (συγχαρητήρια στο Τάσο Κωστή).

Το βιβλίο κινείται σε δυο επίπεδα: η ζωή σε μια γειτονιά της Νίκαιας με τη φτώχεια, τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα, μετανάστες και ρατσισμό. Της Νίκαιας που τα πιτσιρίκια γνωρίζουν το όνομα της ψιλικατζούς και εκείνη τα δικά τους καθώς και τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Πραγματικά, σε ορισμένα σημεία μου θύμισε την πόλη όπου μεγάλωσα και ακόμη ζω. Σε ένα δεύτερο επίπεδο παρουσιάζονται οι προσπάθειες ενός νέου ζευγαριού να αποκτήσει παιδί. Αποτυχίες, ελπίδες αλλά και ο περίγυρος που άθελά του δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη ένταση στο ζευγάρι. Όμως όλα αυτά δεν περιγράφονται με μιζέρια, αντίθετα, με μια γλυκιά διάθεση, ευστροφία και κυρίως χιούμορ που είναι και το δυνατό σημείο της συγγραφέως.

«Τι να πω μετά στην κυρά-Χρύσα όταν μου λέει ότι δεν έφταιγε το βούρλο ο γιος της που στούκαρε στην κολώνα με την καινούρια μηχανή αφού είχε πιει ένα ποτάμι τσίπουρο, αλλά η πανσέληνος; Και μου το εξήγησε επιστημονικά. Εδώ, λέει η Σελήνη επηρεάζει θάλασσες, φέρνει άμπωτες και παλίρροιες, τους ανθρώπους δεν θα επηρέαζε, που είναι και αυτοί από νερό; Πόσο μάλλον το γιό της που είναι από τσίπουρο.»

«Κρύβεται ο ήλιος και σκοτεινιάζει. Η έκλειψη, λέει μας επηρεάζει όλους. [...] Οι πελάτες εξαφανισμένοι. Έχουν ανέβει όλοι στις ταράτσες και παρατηρούν το φαινόμενο. Έλεγα στα πιτσιρίκια το πρωί ότι αυτό είναι επικίνδυνο γιατί αν ενδιάμεσα στον ήλιο και τη σελήνη πάει και κάτσει ένα διαστημόπλοιο, θα γίνει μια τεράστια έκρηξη και οι ταράτσες θα γεμίσουν στάχτη και θα γίνουν όλοι μαύροι και μετά θα πρέπει να κάνουν μπάνιο. Και δεν είναι Σάββατο. Δεν με πίστεψαν. Τους έδειξα κάτι μαυριδερούς Πακιστανούς με γυαλιά στις ταράτσες. Τότε μόνο με πίστεψαν. Τα πιτσιρίκια στη γειτονιά μου θα δουν την έκλειψη απ’ τις τηλεοράσεις. Είναι Τετάρτη και έκαναν μπάνιο μόλις το Σάββατο. Δεν το ρισκάρουν για ένα χαζό ψωροφαινόμενο. Οι υπόλοιποι ανάψτε θερμοσίφωνο.»

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007

O Oστεοφύλαξ


Ο Oστεοφύλαξ είναι ένας άνθρωπος που αγαπά τη δουλειά του. Τυπικός, δίκαιος με όλους και συνεπής προς τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Ενίοτε «παρηγορούσε» μερικές κεκαυμένες χήρες αλλά προσεκτικά και αφού πρώτα βεβαιωνόταν για τη συγκατάθεσή τους.

«Η οστεόπολη έμοιαζε ωσάν να ζούσε στο άχρονο. Μία ελάσσων ή ελαχίστη πόλις που δεν είχε τίποτα να κάνει με τις συνηθισμένες. Εκεί ο χρόνος ροκανίζει τους ανθρώπους και φθείρει τα κτίρια. Εδώ όλα ζουν μες στη μακαριότητα της αχρονίας. Όλα εν κενώ. Οι κιβωτιόσχημοι ίδιοι και απαράλλαχτοι. Από τη μέρα της ανακομιδής έως την ημέρα της Κρίσεως ή της συντέλειας του σύμπαντος κόσμου θα είναι ίδιοι και απαράλλακτοι.» «Οι ένοικοί των ούτε αγωνιούν, ούτε ασφυκτιούν. Οι πλεκτάνες, ο δόλος, ο φθόνος και οι μυστικές υπηρεσίες δεν τους αγγίζουν». Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει με τον κόσμο των ζωντανών, εκεί που κάθε ένας επιδιώκει μέσα από δοσοληψίες να εξελιχθεί στην ιεραρχία, να αναλάβει θέσεις εξουσίας. Ούτε καν η θέση του οστεοφύλακα θα έμενε χωρίς διεκδικητές, χωρίς άτομα που να θέλουν να τον παρακάμψουν. Ο Οστεοφύλακας είναι αρκετά νοήμων για να αναγνωρίζει τα άτομα που επιθυμούν να τον παραγκωνίσουν αλλά δεν δείχνει να θέλει να συμμετάσχει σε μηχανορραφίες. Θέλει απλά να προστατεύσει τον εαυτό του από τις παγίδες που νιώθει ότι προσπαθούν να του στήσουν (χωρίς να αναλαμβάνει ιδιαίτερη δράση).

Μέσα του όμως έχει και κάτι που χρόνια προσπαθεί να ξεχάσει. Την ιδιαίτερη (πλατωνική;) σχέση που ο ίδιος είχε αναπτύξει με μια καθηγήτριά του και τον ύποπτο θάνατό της για τον οποίο διατηρεί ακόμα τύψεις. «Είναι και αυτός ένας τρόπος να περιφέρεται κανείς στα ξώβεργα της μνήμης. [...] Ένα «έτσι» και το πουλάκι πιάστηκε. Και βασανίζεται να ξεκολλήσει. Και αφήνει τα νυχοπόδαρά του, ενθύμιο της περιπέτειάς του, πάνω στο ξώβεργο. Και έτσι ματωμένο περιφέρεται στον αιθέρα και φοβάται, τρέμει μην ξαναπιαστεί»

Πρωτότυπο το θέμα και πολύ ταιριαστή η επιλογή της γλώσσας και του ύφους. Δεν είναι από τα αγαπημένα μου αναγνώσματα αλλά πιστεύω ότι αξίζει να διαβαστεί.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

Η γραμμή σκιάς


Δεν το άφησα από τα χέρια μου παρά μόνο όταν το τελείωσα. Πρόκειται για την περιπέτεια ενός ατόμου που για πρώτη φορά είναι καπετάνιος σε ένα καράβι (άλλωστε η αρχική σκέψη του συγγραφέα για τον τίτλο του έργου ήταν “πρώτο καπετανίκι”). Από την αρχή του ταξιδιού παρουσιάζονται αντιξοότητες καθώς το πλοίο δεν κινιόταν λόγω νηνεμίας, το πλήρωμα, στην πλειονότητά του άρρωστο και τα φάρμακα λιγοστά. Μέσα από τις αντιξοότητες, σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ο καπετάνιος φτάνει από τη νεότητα στην ωριμότητα.

Με άγγιξε καθώς μιας ζωή ονειρευόμουν να κάνω ένα ταξίδι σαν κι αυτό. Να ζω τον κίνδυνο, να παίρνω αποφάσεις, να ξεπερνώ τα προβλήματα που προκύπτουν. Εν πολλοίς τέτοιου είδους συγκινήσεις προσφέρει και η δουλειά του μηχανικού, η οποία μοιάζει με αυτή του καπετάνιου περισσότερο απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Ο μηχανικός στο εργοτάξιο και ο καπετάνιος στο πλοίο είναι όπως ο μαέστρος στην ορχήστρα. Όμως σε ένα εργοτάξιο το κάθε συνεργείο φεύγει αφού εκτελέσει την εργασία για την οποία είναι προορισμένο, χωρίς να δει το έργο αποπερατωμένο. Έτσι δεν υπάρχει αυτή η συντροφικότητα που φαίνεται διάχυτη σε όλο το βιβλίο. Οι ζωές των ναυτικών ενός καραβιού συνδέονται μεταξύ τους.

v «Προχωράς αναγνωρίζοντας τα σημάδια των προγενέστερων συνεπαρμένος, διασκεδάζοντας, παίρνοντας όπως έρχονται μαζί τις αναποδιές και τις καλοτυχίες – όπως τα φέρνει η τύχη ή ο διάβολος, καθώς λένε -, τη γραφική κοινή μοίρα που κρύβει τόσες πολλές δυνατότητες για τους άξιους ή ίσως για τους τυχερούς. Ναι, προχωρά κανείς. Και μαζί προχωρά και ο καιρός – ώσπου πέρα μπροστά διακρίνεις μια γραμμή σκιάς που σε προειδοποιεί ότι και ο τόπος της πρώιμης νιότης πρέπει να μείνει πίσω.»

v «Ο δρόμος θα ήταν μακρύς. Όλοι οι δρόμοι που οδηγούν εκεί που λαχταρά η καρδιά μας είναι μακριοί.»

v «Να’ τα: άστρα, ήλιος, θάλασσα, φως, σκότος, στερέωμα, άβυσσοι υδάτων, τα θαυμαστά έργα της Επταημέρου, όπου η ανθρωπότητα πήγε, φαίνεται, στα τυφλά και μπλέχτηκε απρόσκλητη. Ή μπορεί πάλι να παγιδεύτηκε με δόλο. Όπως κι εγώ δόλια παγιδεύτηκα σ’ αυτό το αποτρόπαιο, στοιχειωμένο από το θάνατο, καπετανίκι...»

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Το κουρδιστό πουλί


Το κουρδιστό πουλί είναι ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Και ξεκινάω με αυτή την παρατήρηση γιατί μόλις το τέλειωσα, το πρώτο που ήθελα να κάνω είναι να ξεκουράσω τα χέρια μου. Είμαι και εγώ από αυτούς που προτιμούν να διαβάζουν ξαπλωμένοι και το βάρος του βιβλίου ήταν αρκετό.

Ωστόσο, σαν ανάγνωσμα δεν ήταν καθόλου κουραστικό. Η πλοκή κυλάει αβίαστα, υπάρχει το υπερφυσικό στοιχείο και μια σειρά από συμπτώσεις και εκπλήξεις. Η ιστορία ξεκινά όταν χάνεται η γάτα του Τόρου Οκάντα και αυτό τον οδηγεί στο να την αναζητά, ώσπου και η γυναίκα του εξαφανίζεται. Μυστηριώδεις άνθρωποι τον βοηθούν στην αναζήτηση, μέσα από όνειρα, ιστορίες από το παρελθόν και υπερφυσικά φαινόμενα. Όλα αυτά δένουν τόσο ωραία που τίποτα δεν φαίνεται «ουρανοκατέβατο». Οι εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά. Ενδεικτικά:

v « “Εσύ κι εγώ ενώσαμε τα σώματά μας στο μυαλό μου”. Μόλις άκουσα τον εαυτό μου να λέει αυτά τα λόγια, είχα την αίσθηση ότι μόλις είχα κρεμάσει έναν ακραίο σουρεαλιστικό πίνακα σ’ έναν άσπρο τοίχο»

v «Τα ψηλά χόρτα ολόγυρά του ήταν ακίνητα σαν χορός αρχαίας τραγωδίας που περίμενε με κομμένη την ανάσα να του δοθεί κάποιος χρησμός. Η κεραία της τηλεόρασης στη σκεπή τρυπούσε με τα αγκάθια της την αποπνικτική ζέστη. Κάτω από το ανελέητο καλοκαιρινό φως, όλα έμοιαζαν ξεραμένα και εξαντλημένα.»

v «Παρακολουθώντας την, ένιωθα σαν να είχε αρχίσει να επιβραδύνεται ο χρόνος – σαν να είχε αρχίσει να ξεκουρδίζεται το ελατήριο του χρόνου

v «Μερικά είδη πληροφοριών είναι σαν τον καπνό: βρίσκουν τρόπο να χωθούν στα μάτια των ανθρώπων είτε το θέλουν εκείνοι είτε όχι, χωρίς να νοιάζονται καθόλου για τις προσωπικές προτιμήσεις.»

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

Νόμπελ λογοτεχνίας 2007

Σήμερα μαζί με τα εγκαίνια του μπλογκ μου συνέπεσαν και τα νόμπελ λογοτεχνίας. Ομολογώ ότι την Ντόρις Λεσινγκ την είχα ακουστά αλλά δεν έτυχε να διαβάσω κανένα βιβλίο της ως τώρα. Θα το κάνω όμως σύντομα και θα επανέλθω με άποψη. Προς το παρόν παραθέτω λόγια της από μια συνέντευξη και της αφιερώνω την πρώτη μου ανάρτηση.
"Η συγγραφή είναι μια καθαρά εσωτερική διαδικασία. Είναι ένα ταξίδι προς τα μέσα, ένα εσωτερικό ταξίδι. Με τη γραφή σκαλίζεις συνεχώς μέσα σου για να δεις ουσιαστικά πώς σκέφτεσαι, τι αισθάνεσαι. Γι' αυτό μου αρέσει να γράφω: μαθαίνω πράγματα για τον εαυτό μου αλλά και γενικότερα που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να τα μάθω. Ανακαλύπτω μια γνώση που κουβαλούσα τόσα χρόνια μέσα μου χωρίς να ξέρω ότι την κουβαλάω. Θα μου πείτε πώς γίνεται αυτό; Και όμως γίνεται γιατί η γνώση δεν έχει βάρος για να μας υπενθυμίζει την ύπαρξή της. Η γνώση είναι αβαρής, είναι αεράκι... Αν δεν ανοίξουμε εμείς το παράθυρο, δεν πρόκειται να φυσήξει μέσα στα μυαλά μας... Γι' αυτό λατρεύω το γράψιμο. Με το γράψιμο μαθαίνω πάντα κάτι που υπάρχει και όμως ώσπου να το ανακαλύψω το αγνοούσα".