Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

Ελληνική Μυθολογία




“- Διαβάζω και Τσιφόρο...”

Αυτή ήταν η απάντηση της Ζωής Λάσκαρη ως υποψήφια Μις σε μια ταινία της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου στην ερώτηση «Τι διαβάζετε;». Απάντηση που έκανε τον μάνατζέρ της Χρόνη Εξαρχάκο να τραβάει τα μαλλιά του.

Αυτό ήταν και το μόνο που είχα ακούσει για τον Τσιφόρο και με έκανε να θεωρώ τα έργα του σαν Άρλεκιν της εποχής.
Μέγα λάθος!

Έπρεπε να μου κάνουν δώρο στη γιορτή μου ένα βιβλίο του για να αναθεωρήσω (και γι’ αυτό ευχαριστώ θερμά τον Τάκη που εκτός από τις συμβουλές ως προς τα επαγγελματικά μου, προσφέρει και λογοτεχνικά ερεθίσματα).

Η «Ελληνική Μυθολογία» περιγράφει πολύ ωραία τους μύθους στους οποίους πίστευαν οι Αρχαίοι Έλληνες, με αναφορές στην προέλευση του καθενός (σανσκριτική, φοινικική, ινδική κλπ) και σε συσχετισμό με τα φυσικά φαινόμενα που μπορεί να τον προκάλεσαν.
Αν υπάρχει μια λέξη που να μπορεί να χαρακτηρίσει τον Τσιφόρο είναι το χιούμορ. Εύστροφο, εύστοχο και με καυστικά σχόλια για τη σημερινή πραγματικότητα. Κάθε σελίδα είναι μια απόλαυση. Και ειλικρινά δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να παραθέσω κάποια αποσπάσματα από τα δεκάδες που μου έκαναν εντύπωση και ας είναι λιγάκι μεγαλούτσικα.

«Πάνω σε μια κορφή του Ολύμπου είναι μια πηγή, η Στύγα, που βγάζει ένα νερό παγωμένο, τρομερά κρύο... Άμα, λοιπόν, κανάς Θεός αμολύσει τίποτα ψέματα, ο Δίας φωνάζει την Ίριδα:
-Έλα δω παιδί μου, άντε φέρε ένα κουβά νερό από τη Στύγα...
Παίρνει η Ίρις τον τενεκέ, τρέχει και φέρνει νερό. Μόλις το φέρη φωνάζει ο Δίας τον ψεύτη.
-Ρε παραμυθά, αλήθεια λες;
-Στην ψυχή του μπαμπά.
-Κάνεις ρε σπονδή με το νερό ότι δεν μας έπνιξες στην κοτσάνα;
-Κάνω
Μόλις κάνει όμως σπονδή με το νερό της Στυγός ο ψεύταρος, κλαφ, ξεραίνεται εν τω άμα... [...] Δέκα χρόνια τιμωρία είναι να ορκιστείς ψέματα στα ύδατα της Στυγός δηλαδή... Ενώ η ψευδορκία σήμερα ούτε έξη μήνες δεν τιμωρείται... Φτήνηνε ο τιμάριθμος, παρακαλώ...
Σε μια περίπτωση ο όρκος δεν πιανότανε: Άμα ορκιζόσουνα ψέματα σε καμμιά γκόμενα να την καταφέρης... Ο ερωτικός όρκος δεν είχε καμμιά αξία στους αρχαίους – και στους νεώτερους δηλαδή...»

«Οι άνθρωποι βλέπουνε
Οι άνθρωποι υποφέρουνε
Οι άνθρωποι φοβούνται
Οι άνθρωποι σκέπτονται
Οι τρεις πρώτες ιδιότητες ανήκουνε στον άνθρωπο – ένστικτο. Η τελευταία στον άνθρωπο – πνεύμα.
Άμα το πνεύμα είναι μέτριο και κοινό, υποτάσσεται στο ένστικτο. Από τη στιγμή αυτή παύει να αναζητάη και πιστεύει στο παραμύθι που γέννησε η πρωτόγονη μορφή της φαντασίας, η βασισμένη ακριβώς πάνω στο ένστικτο...
Έτσι δημιουργήσαμε τους θεούς για να μας προστατεύσουνε από κείνα που βλέπουμε, που υποφέρουμε και που φοβόμαστε.
Μια τάξη ανθρώπων που ήταν πιο δυνατή από τους άλλους πήρε στα χέρια της την αντιπροσωπεία αυτών των γεννημένων θεών και δυνάμωσε περισσότερο.[...] Δυνάμωσε το μύθο που το σερβίρισε σαν ευκολοχώνευτο εδώδιμο στον καθυστερημένο πνευματικά άνθρωπο. Του υποσχέθηκε προστασία, κατά τη ζωή και μετά τη ζωή. Ενίσχυσε το φόβο με καινούριους μύθους πιο έντονους και πιο νοητούς.»

Καταλήγει στον επίλογο
«Η Μυθολογία μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, το χθές μας, το σήμερά μας και το αύριο. [...] Για τούτο γράφτηκε η Μυθολογία αυτή. Το αστείο της είχε την σκοπιμότητα να την κάνει ευχάριστη και όχι «σχολαστική»... Και, μεταξύ μας, μ’ αρέσει που την έγραψα...»

Και εμένα πολύ μου άρεσε που τη διάβασα...

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Χαίρομαι πάρα πολύ που μέσω του κοσμοφόρουμ ανακάλυψα το μπλόγκ σου ξέρεις λατρεύω τα μπλόγκς .. στο θέμα μας τώρα λατρεύω αυτό το βιβλίο ομολογώ ότι όταν το διάβασα μετά από παρότρυνση φίλου εξεπλάγην. Δυστυχώς στο χαζό μυαλό μου ο Τσιφόρος ήταν τα παιδιά της πιάτσας ντροπή μου το ξέρω και ξέρω πως επίσης ντροπή μου που πρώτα ανακάλυψα ξένους συγγραφείς και πολύ αργότερα τους Έλληνες.

Κων/να είπε...

Που να δεις εγώ που θεωρούσα τον Τσιφόρο σαν Βίπερ, για τις αμόρφωτες κοπελίτσες!