
Το βιβλίο αυτό είναι ένας μονόλογος. Χωρίς κάποια πλοκή ή χρονολογική σειρά. Απλός αλλα απολαυστικος.
Πολλά από τα ποιήματα βρίσκονται στην ιστοσελίδα του, www.dimitrisfyssas.gr/ αλλά έχουν προστεθεί και άλλα.
Μόλις ολοκληρώσω και την ανάγνωση των νέων ποιημάτων του θα επιστρέψω...
Κυριακή μεσημέρι και τριγυρνώ στo παζάρι στον Κεραμεικό, χαζεύοντας βιβλία. Ξαφνικά πέφτει το μάτι μου σε ένα σχεδόν καινούριο με κόκκινο εξώφυλλο. Ενδιαφέρων ο τόσο τίτλος όσο και ο υπότιτλος: «Εξήντα εκθέσεις παιδιών Δημοτικού ανθολογημένες και φροντισμένες από το δάσκαλο Μαρτσέλο Ντ’ Όρτα». Ξεκινώ να διαβάζω μια έκθεση στην τύχη και χαμογελώ. Ασυναίσθητα συνεχίζω στην επόμενη...
Από τον διπλανό πάγκο δυο μικροπωλητές του σωματείου «ο Ερμής» σχολιάζουν εύθυμα:
- Αν συνεχίσεις δεν θα χρειαστεί να το αγοράσεις.
- Ορίστε;;; (Αποκτώ σταδιακά επαφή με το περιβάλλον)
- Λέω, μπορείς να γλιτώσεις τα λεφτά αν το διαβάσεις στο όρθιο.
Ντράπηκα. Δεν έχω συνηθίσει τα πειράγματα του παζαριού, παρά το ότι χαμογελούσαν χωρίς διάθεση να με θίξουν.
- Πόσο κάνει;
- Δυο ευρώ.
Μπορούσα να το πάρω φτηνότερα μια και συνήθως τα πουλάνε ένα ευρώ αλλά φαντάζομαι ο πωλητής κατάλαβε ότι θα το αγόραζα ούτως ή άλλως. Άξιζε, και θα μπορούσα να δώσω και περισσότερα. Οι περισσότερες εκθέσεις λένε με απλό τρόπο μεγάλες αλήθειες και αν η πρώτη ανάγνωση σε κάνει να γελάς, μια δεύτερη θα σε κάνει να θες να κλάψεις. Οι ανισότητα της Ιταλίας του Νότου με εκείνη του Βορρά αναδεικνύεται με μοναδικό τρόπο!
Μερικά αποσπάσματα :
Για την Ελβετία:
«Η Ελβετία, αν στη Νάπολι έχεις καρκίνο, στη Νάπολι πεθαίνεις, αλλά αν πας στην Ελβετία πεθαίνεις πιο αργά ή ζεις. Γιατί οι κλινική είναι πολύ ωραία, το χαλί, τα λουλούδια, οι σκάλες καθαρές, ούτε ένας ποντικός. Όμως πληρώνεις πολλά, αν δεν κάνεις λαθρεμπόριο δεν μπορείς να πας»
Ποια παραβολή του Ιησού Χριστού προτιμούν:
«Εγώ προτιμάω το τέλος του κόσμου, γιατί δεν φοβάμαι, επειδή θα είμαι πεθαμένος από ένα αιώνα κιόλας. [...] Οι καλοί θα γελάνε, οι κακοί θα κλαίνε, εκείνοι από το καθαρτήριο λίγο θα γελάνε και λίγο θα κλαίνε. Τα αβάφτιστα μωρά θα γίνουνε πεταλούδες. Εγώ ελπίζω να τη βολέψω.»
«Ο πιο κακός άνθρωπος της ιστορίας ήταν ο Ίτλερ, πιο κακός από το Νέρωνα και από το Μάρτιν Λούθηρο, γιατί εξαιτίας του διαόλου σκότωσε εκατό εκατομμύρια εβραίους και τους μετέτρεψε σε σαπουνάκια, κεριά και αφτερσειβ.»
Όμως όταν περιγράφουν την πόλη τους, με τη βρομιά, το σπίτι τους που αποκαλούν σαραβαλιασμένο, ότι δεν τους αρέσει η βροχή γιατί το σπίτι μπάζει νερά, μόνο γέλια δεν προκαλούν. Ένα απόσπασμα που περιγράφει την επίσκεψη σε ένα νοσοκομείο με έκανε να γελάσω και να δακρύσω ταυτόχρονα.
«Όμως θέσεις δεν υπήρχανε, και τη βάλανε στο διάδρομο με τη βελόνα μέσα. Στο Καλντελέλι όλα είναι βρώμικα, δεν πλένουνε, οι κατσαρίδες στα κρεβάτια τη νύχτα! Τη νύχτα οι νοσοκόμες γαμιούνται! Στο Καλνταλέλι είναι καλύτερα να πεθαίνεις.»
Μετά από επίσκεψη του «καλού» αλλά «ακριβού» γιατρού στο σπίτι όπου το παιδί είναι άρρωστο:
«Όταν (ο γιατρός) βγαίνει από την πόρτα ο μπαμπάς μου βρίζει την Παναγία και τα σπάει όλα. Εγώ στο κρεβάτι κλαίω γιατί εγώ φταίω.»
Ο λόγος που έγραψα τόσα αποσπάσματα είναι επειδή έχει πολύ περισσότερα εξίσου ενδιαφέροντα!
Τρίτη πρωί, μόλις τέλειωσε μια επαγγελματική συνάντηση και είμαι καθισμένη σε μια καφετέρια. Συχνά, μετά από τέτοιες συναντήσεις θέλω να βρεθώ κάπου μόνη μου και να χαλαρώσω. Έτσι και τώρα έβγαλα από την τσάντα μου την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ευθυμιάδη και την ξαναδιαβάζω. Πάντα ξαναδιαβάζω τα ποιήματα.
«Τρόμος απ’ τη φωνή σου, όταν τη φέρνει ο χρόνος.
Δεν είδα σφράγισμα να κλείνει πίσω του τη μνήμη»
Μια παρέα πενηντάρηδων σε παρακείμενο τραπέζι νιώθω ότι με κοιτά και σχολιάζει. Και λέω «νιώθω» γιατί δεν τολμώ να κοιτάξω προς το μέρος τους δίνοντας τους αφορμή για κακόγουστα σχόλια. Ήδη τώρα μιλάνε για μια κοπέλα 20-25 ετών (εγώ είμαι 26) που είχε βγάλει το λαπ-τοπ και καθόταν και το κοίταγε με τις ώρες. (Πάλι καλά δεν εννοούν εμένα γιατί δεν έχω μαζί μου laptop). «Καλά τι μπορεί να κοιτάζουν τόσες ώρες σε ένα λαπ-τοπ, εγώ κάτι γραμμές είδα...»
Πάνω που άρχισε να με εκνευρίζει που δεν μπορεί να περιπλανηθεί η ματιά μου σε όλο το μαγαζί (αναγκαστικά περιορίζεται στο υπόλοιπο τμήμα που δεν περιλαμβάνει την εν λόγω παρέα), απορροφήθηκα από την ανάγνωση.
«Είναι γραφτό, λες,
Στον υβριστή να γίνεται
Η αποκάλυψη του άχραντου.
Ποια θεία μετάληψη!
Να ντύνεσαι σφιχτά ό,τι αντιμάχεσαι,
Να προσπερνάς την αλήθεια ξυστά
Και αγγίζεις το δράμα.»
Αρκετά καλή δουλειά από τον κ. Ευθυμιάδη.
Ένα βιβλίο από το Νίκο Παπανδρέου, ο τίτλος του οποίου εκφράζει πολύ καλά το περιεχόμενό του. Είναι μικρές ιστορίες, έξυπνες και εύληπτες, που διαβάζονται πολύ ευχάριστα από όποιον δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του (ίσως το ρολόι στο εξώφυλλο να υποδεικνύει ακριβώς αυτό).
Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό στις «Οδηγίες προς ναυτιλλομένους πολιτικούς» δείχνει τη σημασία των σημείων στίξης στο γραπτό και προφορικό λόγο: κόμμα, τελεία, άνω τελεία, άνω και κάτω τελεία, θαυμαστικό. Ενδεικτικά:
«Το κόμμα
...Αν προσπαθήσεις να διαβάσεις ξανά το κείμενο, εφόσον έχεις τελειώσει την παράγραφο, κι αρχίζεις να βάζεις κόμματα, θα ανακαλύψεις ότι μαζεύονται σαν τις αθερίνες και χώνονται σε ρωγμές που ούτε ήξερες πως υπάρχουν. Πριν το καταλάβεις, η πρότασή σου θα έχει ακινητοποιηθεί και θα μαστίζεται από τα κόμματα.»
Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την ανάλυσή του για την προέλευση του παιδικού τραγουδιού «Ring around the rosey» το οποίο περιγράφει την ασθένεια της πανούκλας! Αυτό μου θύμισε έντονα και τον Πασκάλ Μπρυκνέρ που στο βιβλίο του «Ο πειρασμός της αθωότητας» εκφράζει την αντίθεσή του προς τη Disneyland. Ισχυρίζεται ότι με τα παραδοσιακά παραμύθια και τη σκληρότητα που μερικές φορές αποπνέουν το παιδί εξοικειώνεται με το θάνατο και προετοιμάζεται για τον κόσμο που είναι πράγματι σκληρός. Φαντάζομαι ένα παιδί, μεγαλωμένο ΜΟΝΟ με τα κινούμενα σχέδια, όπου βλέπει κανείς τους ήρωες να πέφτουν από το γκρεμό, να τους πατάει αυτοκίνητο, να καταπλακώνονται από βράχους και να βγαίνουν αλώβητοι. Πόσο εύκολο είναι να αρχίσει από μια ηλικία να σέβεται τα αισθήματα των άλλων και να συναισθάνεται τον πόνο που κάποιες φορές τους προκαλεί; (Τονίζω τη λέξη μόνο για να μην παρεξηγηθώ)
Στο «Άγχος του συγγραφέα» με έξυπνο τρόπο αναφέρεται στην επιλογή εξώφυλλου, οπισθόφυλλου, αφιέρωσης, ευχαριστιών. Γενικά δηλαδή σε αποφάσεις που καλείται να πάρει ένας συγγραφέας από τη στιγμή που ολοκληρώσει το βιβλίο του μέχρι να εκδοθεί. «Από δω και πέρα όμως το βιβλίο έχει πάρει το δρόμο του. Δεν είναι δικό σου πια. Είναι δικό τους. [...] Τώρα είσαι σαν το νευρικό τερματοφύλακα πριν το πέναλτι, που περιμένει το διαιτητή να σφυρίξει, προσπαθώντας να μαντέψει από πού θα ‘ρθει το γκολ.
Όπως φανερώνει και ο τίτλος, η έμπνευση αντλήθηκε από εικόνες της Βενετίας. Μου είναι κάποιες φορές δύσκολο να καταλάβω «τι θέλει να πει ο ποιητής» γι’ αυτό και συνήθως διαβάζω αρκετές φορές μια ποιητική συλλογή πριν αποφασίσω να γράψω κάτι γι’ αυτή. Αυτό συμβαίνει κυρίως από φόβο μήπως εξαιτίας της δικής μου ανικανότητας να κατανοήσω, αδικήσω ένα αξιόλογο έργο.
Προσπάθησα, αλλά τα ποιήματα της Άννας Γριμάνη δεν κατάφεραν να με συγκινήσουν ιδιαίτερα. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως συνδέεται στροφή με στροφή για να μην πω στίχος με στίχο. Εντύπωση μου έκανε η χρήση του γαλάζιου ως επίρρημα π.χ. «έλειωνε γαλάζια», «μίλησε γαλάζια», «να κλαις γαλάζια», «σε αγαπά γαλάζια».
Μερικές ωραίες εικόνες που στάθηκα παραπάνω:
«Και η λίμνη
Μια λίμνη που διατίθεται στη γραφή
Ενώ περνάς κορδόνι στα παπούτσια
Τις ακτές της»
«Η υπόληψή της σταγόνα λαδιού
Απλώθηκε στο νερό σου»
Και συνεχίζω τις αναρτήσεις για βιβλία που διάβασα το Δεκέμβριο και τις διακοπές των Χριστουγέννων, αφού δεν είχα το χρόνο και τη διάθεση να συνδεθώ στο Διαδίκτυο. Καμιά φορά και λίγη απομόνωση και η ενασχόληση αποκλειστικά με την ανάγνωση δεν κάνει κακό.
Η Τέλεια Γαλήνη περιγράφει τη ζωή του Γιονατάν Λίπσιτς που γεννήθηκε σε ένα κιμπούτς και αποφασίζει να το εγκαταλείψει. Φαντάζομαι πως είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο να ζει σε ένα μικρό μέρος του οποίου οι κάτοικοι να γνωρίζουν σχεδόν κάθε λεπτομέρεια της ζωής του. Γίνεται δε ακόμα χειρότερο αφού το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο (γάμος, παιδιά κλπ), τα περιθώρια για προσωπικές επιλογές ελάχιστα ενώ η καθημερινότητα πνίγει κάθε ζωντάνια.
Ο Γιονατάν δεν θέλει να αλλάξει τον κόσμο, ούτε έχει μεγάλα σχέδια για τη ζωή του. Απλά θέλει ένα προσωπικό χώρο για να μπορεί να βρει την δική του τέλεια γαλήνη. Η πληθωρική προσωπικότητα του πατέρα του (γραμματέα του κιμπούτς) που τον αφήνει στη σκιά του καθώς και ο αυταρχισμός του οδηγούν τον Γιονατάν στη φυγή. Μια φυγή ήρεμη, χωρίς μίσος, χωρίς διάθεση να τιμωρήσει ή να αυτοτιμωρηθεί, απλά ένα ταξίδι αυτογνωσίας. «Πρέπει να αγαπάμε και να συγχωρούμε, σκέφτηκε ο Γιονατάν, πρέπει να είμαστε καλοί. Κι αν χρειαστεί να φύγεις, να φύγεις χωρίς να ξεχνάς και χωρίς να φοβάσαι τη νοσταλγία».
Λίγο πριν φύγει ο Γιονατάν, στο κιμπούτς καταφτάνει και γίνεται δεκτό ένα νέο πρόσωπο, ο Αζαριά. Με όρεξη για δουλειά, αλλά και έντονα ανάγκη για αυτοπροβολή μέσω ακατάσχετης φλυαρίας. Ενώ η Ριμόνα, γυναίκα του ήρωα, δείχνει να είναι χαμένη στις σκέψεις της, συμπαθεί ιδιαίτερα τον νεοαφιχθέντα και αναπτύσσεται ένας ιδιαίτερος δεσμός μεταξύ τους. Αυτή την ιδιότυπη σχέση ο Γιονατάν την αποδέχεται και σχεδόν την «ευλογεί». Μετά τη φυγή του άλλωστε και το κιμπούτς αποδέχεται τη σχέση αυτή, μέχρι και η μάνα του Γιονατάν.
Μου φαίνεται λίγο υπερβολικό μια τόσο κλειστή κοινωνία, με αυστηρά καθορισμένες αξίες, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις στον τρόπο ζωής των μελών της να αποδέχεται τόσο εύκολα κάτι τέτοιο.
Παρά το γεγονός ότι δεν ενθουσιάστηκα, θεωρώ μάλιστα ότι δεν έπρεπε να είναι τόσο εκτεταμένο σε ορισμένες περιγραφές, υπήρξαν κάποια πολύ ωραία σημεία στα οποία θα ήθελα να σταθώ.
«Το καλό με τον ύπνο είναι ότι ο καθένας βρίσκεται επιτέλους μόνος του, χωρίς κανένα άλλο. Ο καθένας πάνω σε ένα μικρό αστέρι, ο καθένας στα όνειρά του, εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από τους υπόλοιπους, ακόμα κι απ’ αυτόν που κοιμάται δίπλα του, στο διπλό κρεβάτι. [...] Και σε όποιον αρμόζει η μοναξιά, βρίσκει τη μοναξιά»
«Πώς να νικήσουμε το σκοτεινό πόθο, να κυνηγάμε και να εξευτελίζουμε τους άλλους, να τους υποτάσσουμε, να κρατάμε δέσμιο το συνάνθρωπό μας μέσω των διάφανων και λεπτών ιστών της ενοχής, της ντροπής, ακόμα και της ευγνωμοσύνης;»
Ο Άνθρωπος Καλαμπόκι θεωρεί πως πάνω από όλα είναι το καλαμπόκι. Έχει ιδρύσει τον ΣΥ.ΛΑ.ΚΑ, δηλαδή το Σύλλογο Λατρείας Καλαμποκιού που για ένα μεγάλο διάστημα αριθμεί μόνο ένα μέλος. Όλα αλλάζουν όμως, από τη στιγμή που ο άνθρωπος καλαμπόκι επισκέπτεται το Μίτσελ, το παλάτι του καλαμποκιού. Εκεί ο ήρωας πείθει και άλλους να ακολουθήσουν τη λατρεία του καλαμποκιού και μάλιστα αποκτά τόσους πιστούς που ο ίδιος θεωρείται σχεδόν θεός. Το πρόβλημα αρχίζει όταν πρέπει να δώσει τη δόγμα της νέας λατρείας, να κάνει αναλύσεις και γενικά να εμβαθύνει. Δραπετεύοντας από το Μίτσελ και γυρνώντας σπίτι του διαπιστώνει ότι αυτό είναι «το νόημα του ταξιδιού και σίγουρα το νόημα της ίδιας μου της ζωής, δηλαδή η συνειδητή αποχή από οτιδήποτε εμπεριέχει σαφές και ακριβές νόημα». Απορρίπτει λοιπόν τη λατρεία του καλαμποκιού και περιφέρεται ψάχνοντας να βρει ένα νέο νόημα στη ζωή του.
Κρίμα που το διάβασα την περίοδο των Χριστουγέννων και δεν πρόλαβα να στείλω μήνυμα για το βραβείο αναγνωστών γιατί μου άρεσε πολύ. Ιδίως όταν αργότερα διάβασα τον Κύριο Επισκοπάκη που πήρε το βραβείο και διαπίστωσα ότι προτιμώ το βιβλίο του Σωτάκη.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον το απόσπασμα:
«Ανήκα και εγώ σε αυτή την ομάδα ανθρώπων – δεν ήξερα πώς να μας αποκαλέσω – που για σκοπό τους έχουν ένα μεγαλοπρεπές τίποτα, παραδομένοι στις αισθήσεις τους, βέβαιοι για τη μέθη που δημιουργεί η ίδια η ζωή και η πικρή γεύση του θανάτου. Κανείς μας δεν ήθελε να μπλέκει με τους άλλους, με αυτούς που κυκλοφορούν στους δρόμους και ζουν μέχρι το τέλος διεκδικώντας το μερίδιο που τους αναλογεί, σίγουροι για όλα, για το ζωντανό παρόν, την καυτή σάρκα, τις δυνατές γεύσεις, την επιθυμητή ιεραρχία και την επικράτηση μέχρι τελικής πτώσεως. Εμείς – ποιοι ήμαστε εμείς; - αποζητούσαμε μια ζεστή φωλιά να χωθούμε, να ζεστάνουμε την κοιλιά μας, καταραμένοι και μόνοι, αναθεματίζοντας όλους και όλα, αξιοθρήνητοι και νάρκισσοι, καταδικασμένοι στην αφάνεια, στην ήττα και στην τελική δικαίωση.»
Πραγματικά πολύ ενδιαφέρον το τελευταίο βιβλίο του Σαραμάγκου. Φανταστικό το θέμα, ξαφνικά σταματούν να συμβαίνουν θάνατοι σε μια μικρή χώρα. Η φύση των ανθρώπων και οι αντιδράσεις τους είναι πολύ ρεαλιστικές και τις αποδίδει πολύ ωραία ο συγγραφέας. Αυτή η απουσία του θανάτου δημιουργεί προβλήματα σε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, ενώ η μαφφία προσπαθεί και καταφέρνει να επωφεληθεί από την αναστάτωση.
Τη λύση αναλαμβάνει να δώσει η θάνατος (με μικρό θ γιατί δεν πρόκειται για την ολοκληρωτική Θάνατο αλλά αυτή που ασχολείται με το ανθρώπινο είδος μόνο). Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη και γοητευτική γυναίκα που εμφανίζεται στον κόσμο προσπαθώντας να αποκαταστήσει μια ανωμαλία.
Κλείνοντας, θα συμφωνήσω με το οπισθόφυλλο ότι είναι ένα «εξαιρετικά ανθρώπινο μυθιστόρημα».
Πολύ καιρό στα best-sellers και ομολογώ ότι το αγόρασα περισσότερο από περιέργεια, μια και δεν έχω διαβάσει άλλο έργο του Κόου. Είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο, με ευαισθησία, σαν να ξεφυλλίζεις ένα παλιό οικογενειακό άλμπουμ. Αυτό είναι και το θέμα του: μια ηλικιωμένη γυναίκα αφηγείται την ιστορία της ζωής της καταγράφοντας σε κασέτες περιγραφές φωτογραφιών γιατί απευθύνεται στην τυφλή ανηψιά της. Με αφορμή αυτές τις φωτογραφίες αναλύονται οι διαπροσωπικές σχέσεις της ηρωίδας και τα γεγονότα που οδήγησαν στην ανάπτυξη των ιδιαίτερων δεσμών ανάμεσα στην ηρωίδα και την ξαδέλφη της, την ανηψιά και την απομάκρυνση της τελευταίας από τη ζωή της ηλικιωμένης αφηγήτριας.
Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι η περιγραφή της σκληρής και απορριπτικής συμπεριφοράς μια «τυπικά» σωστής μητέρας στην κόρη της και το πώς αυτό οδήγησε την κόρη της να υιοθετήσει την ίδια στάση στο δικό της παιδί, Συμπεριφορές, στάση ζωής καθώς και το τυχαίο (σχεδόν υπερφυσικό) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην απρόσμενη κατάληξη της ιστορίας.